ἀγγελιαφόρους

ἀγγελιαφόρους
ἀγγελιᾱφόρους , ἀγγελιαφόρος
messenger
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αγγελικός — ή (και ιά), ό (Α ἀγγελικός, ή, όν) [ἄγγελος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αγγέλους ή αποτελείται από αυτούς νεοελλ. όμοιος στην όψη με άγγελο, αγγελοκαμωμένος, υπερβολικά όμορφος αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αγγελιαφόρους… …   Dictionary of Greek

  • διαπέμπω — (Α διαπέμπω) 1. στέλνω κάτι προς διάφορες διευθύνσεις 2. στέλνω μέσω άλλου 3. διαβιβάζω 4. ( ομαι) στέλνω αγγελιαφόρους …   Dictionary of Greek

  • προδιαπέμπομαι — Α 1. στέλνω κάποιον από πριν ως αγγελιαφόρο («προδιαπεμψάμενος τὸν Ἀρριανόν», Πολ.) 2. στέλνω προηγουμένως μήνυμα («προδιαπεμψάμενοι πρὸς αὐτόν», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαπέμπομαι «στέλνω αγγελιαφόρους»] …   Dictionary of Greek

  • προσπέμπω — Α 1. (σχετικά με αγγελιαφόρους ή πρέσβεις) στέλνω σε κάποιον, αποστέλλω 2. (σχετικά με λόγο) απευθύνω …   Dictionary of Greek

  • ταχυδρομείο — Δημόσια υπηρεσία, η οποία μεταφέρει και παραδίδει επιστολές, δέματα, χρήματα, εκεί που προορίζονται μετά την καταβολή ορισμένου τέλους. Τα πρώτα ελληνικά τ. ιδρύθηκαν το 1828 με εντολή του I. Καποδίστρια. Η επινόηση και συστηματοποίηση της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”